-
1 μάταν
II [full] μάταν· ἡ λύγξ, ἔνιοι δὲ ματακὸς ἢ ματακόν, Hsch. [full] μάταξα, ἡ,A v. μέταξα. [full] μάταρος· στέφανος μεμαρασμένος, Id. (fort. μαδαρός).
См. также в других словарях:
μάταρος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «στέφανος μεμαρασμένος» … Dictionary of Greek